- κλάιστρον
- κλάιστρον, τὸ (Α)(δωρ. τ.) βλ. κλείστρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλάιστρον — κλάϊστρον , κλάιστρον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek